- ἠπατημένως
- ἀπατάωcheatperf part mp masc acc pl (attic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπατημένως — ἠπατημένως (Α) επίρρ. εσφαλμένως, λαθεμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηπατημένος τού ρ. απατώ] … Dictionary of Greek